κούρευμα

κούρευμα
κούρευμα, τὸ (Μ)
βλ. κούρεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κούρεμα — το (Μ κούρευμα) [κουρεύω] το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή τού τριχώματος τών ζώων μσν. το κουρεμένο τρίχωμα αιγοπροβάτων …   Dictionary of Greek

  • τελεταρχώ — έω, ΜΑ [τελετάρχης] μσν. παθ. τελεταρχοῡμαι, έομαι α) καθιερώνομαι («τὸ κούρευμα, δι οὗ οἱ μοναχοὶ τῷ θεώ καθοσιοῡνται, οὐκ ἄλλως τελεταρχοῡνται», Ευστ.) β) (για πράγμ.) εκτελούμαι αρχ. είμαι επικεφαλής κατά την τέλεση μυστηρίου, είμαι τελετάρχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”